- χίμαρος
- ο, ΝΜΑτράγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρσ. χίμαρος συνδέεται με τη λ. χίμαιρα, δεν είναι, όμως, εύκολο να καθοριστεί με ακρίβεια η μεταξύ τους σχέση, αφού παραμένει ανεξακρίβωτη η αρχαιότητα τού τ. χίμαρος. Σύμφωνα με αυτά, ο τ. θα μπορούσε να ερμηνευθεί είτε ως υστερογενής σχηματισμός από το θηλ. χίμαιρα (< *χιμαρ-jα), πρβλ. πιερός: πίειρα, είτε ως αρχικός τ. σχηματισμένος από τη μηδενισμένη βαθμίδα χιμ- τής ρίζας τών χεῖμα, χειμών (βλ. λ. χειμώνας) με επίθημα -αρος (πρβλ. ἕτ-αρος), βλ. και λ. χίμαιρα].
Dictionary of Greek. 2013.